- ἀπύρωτος
- ἀ - πύρωτος = ἄπυρος (i. e. brand new), φιάλη, Il. 23.270.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀπύρωτος — not exposed to fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απύρωτος — η, ο (Α ἀπύρωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. άβραστος, αμαγείρευτος 3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη) … Dictionary of Greek
ἀπύρωτον — ἀπύρωτος not exposed to fire masc/fem acc sg ἀπύρωτος not exposed to fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυρώτου — ἀπύρωτος not exposed to fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυρώτων — ἀπύρωτος not exposed to fire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύρωτα — ἀπύρωτος not exposed to fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)